- δώτωρ
- δώτωρgivermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δώτωρ — δώτωρ, ο (Α) ο δωτήρ … Dictionary of Greek
δῶτορ — δώτωρ giver masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτορα — δώτωρ giver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτορες — δώτωρ giver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτορι — δώτωρ giver masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτορος — δώτωρ giver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Дарья — ж. имя собств., сокращ. из Дорофея, греч. Δωροθέα. Соответствует др. инд. dātā, dātā – то же, авест. dātar , греч. δώτωρ, δοτήρ, лат. dator; см. Траутман, BSW 58; Бругман, Grdr. 2, 1, 337 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
χαρμόφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάων μεγάλως ὠφελῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό φρων, τυραννό φρων] … Dictionary of Greek
dō- : dǝ-, also dō-u- : dǝu- : du- — dō : dǝ , also dō u : dǝu : du English meaning: to give Deutsche Übersetzung: “geben” Grammatical information: (perfective) Aoristwurzel with secondary present di dō mi. Material: O.Ind. dá dü ti (Aor. á dü m, Opt. dēyüm,… … Proto-Indo-European etymological dictionary